λωβώμαι — λωβῶμαι, άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῡμαι, έομαι και λωβεῡμαι) [λώβη] (κυρίως το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, άω) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. ζημιώνω, βλάπτω αρχ. 1. υβρίζω, ενεργώ υβριστικά, προσβάλλω («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε»… … Dictionary of Greek
διαλωβώ — διαλωβῶ ( άω) (AM) 1. κολοβώνω, κουτσουρεύω 2. μέσ. διαλωβῶμαι (επιτατ. τ. τού λωβῶμαι) α) ακρωτηριάζω, κολοβώνω β) βασανίζω … Dictionary of Greek
θεολωβήτης — θεολωβήτης, ό (Α) αυτός που βρίζει τους θεούς, ο βλάσφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λωβητής (< λωβώμαι)] … Dictionary of Greek
λωβάζω — (Α) (εσφ. γρφ.) λωβῶμαι* … Dictionary of Greek
λωβήτωρ — λωβήτωρ, ορος, ὁ (Α) λωβητήρ,* βλαβερός, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβώμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. ηγή τωρ, νική τωρ)] … Dictionary of Greek
λωβητής — λωβητής, ὁ (Α) [λωβώμαι] λωβητήρ* («λωβηταί τέχνης» αυτοί που ατιμάζουν το επάγγελμά τους», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
λωβητός — λωβητός, ή, όν (Α) [λωβώμαι] 1. αυτός που κακοποιήθηκε, που ατιμάστηκε («κείνης ὁρῶν λωβητὸν εἶδος», Σοφ.) 2. υβριστικός, προσβλητικός, ονειδιστικός («αἰσχρὰ καὶ λωβήτ ἔπη», Σοφ.) … Dictionary of Greek
λωβώ — (I) λωβῶ, όω (AM) [λώβα] μσν. μέσ. λωβοῡμαι, όομαι προσβάλλομαι από λέπρα ή είμαι λεπρός αρχ. (για τη λέπρα) ακρωτηριάζω. (II) λωβῶ, άω και έω (Α) βλ. λωβῶμαι … Dictionary of Greek
λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
λώβημα — λώβημα, τὸ (AM) [λωβώμαι] 1. κακοποίηση, βλάβη 2. όνειδος, αίσχος, ατιμία … Dictionary of Greek